αγαθοπιστία

αγαθοπιστία
η
ευκολοπιστία, απλοϊκότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγαθοπιστία — η [αγαθόπιστος] το να πιστεύει κανείς καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα ό,τι τού λένε, ευπιστία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”